βάναυσα

βάναυσα
βάναυσος
artisan
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • αγριομιλώ — ( άω) μιλώ άγρια, απότομα, βάναυσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + μιλώ. ΠΑΡ. αγριομίλημα] …   Dictionary of Greek

  • αγριοπαίρνω — μεταχειρίζομαι κάποιον με σκληρότητα, τού φέρομαι απότομα, βάναυσα, τόν επιπλήττω …   Dictionary of Greek

  • αλάκτιστος — και χτιστος, η, ο [λακτίζω] 1. αυτός που δεν λακτίσθηκε, ο ακλότσητος 2. αυτός που δεν διώχθηκε βάναυσα …   Dictionary of Greek

  • ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • κακοπιάνω — 1. παρεξηγώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω 2. πιάνω κάτι άσχημα, αδέξια 3. συμπεριφέρομαι βάναυσα, αγριεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κακότροπος — η, ο (ΑΜ κακότροπος, ον) αυτός που έχει κακούς τρόπους, ανάγωγος, δύστροπος, στρυφνός, μοχθηρός, βάναυσος μσν. 1. κακοποιός 2. άξεστος, αγροίκος 3. κακόβουλος, επίβουλος, ύπουλος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακότροπον κακή διάθεση, δυστροπία μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • καπηλικός — ή, ό (Α καπηλικός, ή, όν) [κάπηλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής 2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη) η καπηλεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν α) προμηθευτές τροφίμων που… …   Dictionary of Greek

  • κονδυλίζω — (ΑM) [κόνδυλος] μσν. σκοντάφτω αρχ. 1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου 2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”